Kυρά μου –
από τ’ ολάσπρο στέρνο σου, ο θρήνος ακόμα αναβλύζει. Προδόθηκες η άμοιρη. Μάτια μου, κλαις μέσα στην ερημιά; Δέσποινά μου Μήδεια, βαριά δυστυχισμένη, χαλασμένη από την αδικία τ’ άντρα σου;
Κούκλα μου γλυκιά, κι εγώ φοβάμαι.
Τα μάτια σου κατεβασμένα εδώ στην ΓΗ. Τα χείλη σου στεγνά και πικραμένα.
Προτίμησες την λευτεριά. Μεγάλωσε η ψυχή σου. Και τι έβγαλες; Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει κόρη μου. Τέτοια είναι η διαταγή. H πιο τρανή χαρά σε τούτην εδώ τη ΓΗ ς.
Πολλά τα έτη σου Αρχόντισσα, τα μάτια σου πετάνε σπίθες. Σ ~ τα μάτια σου Ιάσονας, καλοδεμένος ακριβομίλητος. Άρχοντας αληθινός λιγνομεσάτος. Άντρας Φωσφόρος, έτοιμος για πόλεμο και για γαμήσι.
Νεράιδα ανθρωποφάγα με βλέμμα αντρίκειο και κορμί σπαρταριστό σου στέλνω χαιρετίσματα.
ΣΤΡΙΜΩΧΤΗΚΑΝ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ. Στον Πουθενά στριμώχτηκαν.
Κακόχρονο να ΄χουν. Τι κι αν κάμε ό,τι θες τα χρόνια κυλούν απ΄ την βιασύνη τους κι όλοι σκορπίζουνε στο χώμα πάνω λες και δεν είχαν πάνω τους ζωή. Ολάκερη η πλάση μια βλακεία;
Εδώ κάτω βαθιά στον ταπεινό μου λάκκο στ’ αμπάρια της Αργώς κλεισμένη ήσυχα να γερνάω εύχομαι για μένα μέσα στην αγαθή μου φτώχια. Δεν περιμένω τίποτα ούτε κι αυτόν τον θάνατο έχω απ’ την αρχή καταλάβει πως δεν υπήρξα ποτέ κάθε μέρα που περνά βυθίζομαι όλο και πιο πολύ σ’ έναν ατελείωτο ύπνο έχω βυθιστεί σ’ έναν ατελείωτο ύπνο που είσαι καρδιά μου;
Κυρά μου Μεγαλόχαρη εσύ μήτρα βασιλικιά που έχεις για πατέρα σου τον Ήλιο τον Τρισμέγιστο σήμερα τι είσαι ΜΗΔΕΙΑ για ΙΑΣΟΝΑΣ;
Δε βαριέσαι. Όλοι είμαστε από το ίδιο σόι. Κάποιοι καλοί και κάποιοι κακοί που θα πεθάνουν όλοι για να πάρουν την θέση τους άλλοι που απ’ την πείνα τους θα φάνε και το καλό και το κακό με λαιμαργία. Καμιά θεραπεία δεν μπορεί να γιατρέψει αυτήν την πείνα όσο εντατική και να ’ναι. Το λέω εγώ αυτό που το επάγγελμά μου είναι τροφός και δεν θυμάμαι ούτε τ’ όνομά μου. Το λοιπόν κι εγώ trofos. Ένας αλαφροΐσκιωτος ιστός. Διάλεξα τούτο τ’ avatar που μοιάζει πως έχει επιζήσει ενός κατακλυσμού λες και είμαι ακόμα ζωντανή. Ακόμα λαχταρώ την ηδονή σ’ αυτό το σταυροδρόμι η ρουφιάνα.
Νύχτα μέρα κάνω το κέφι μου και δεν έχω να χάσω τίποτα. Σερφάρω με δυο ποτήρια σαμπάνιας στο ’να χέρι και με το άλλο κάνω κλικ σε πιθανούς υπερδεσμούς που θα μου κάνουν την σαμπάνια κέρασμα. Ονειρεύομαι μονάχη μου και δεν δίνω έναν παρά αν θα ’πρεπε να κάμω κάτι παραπάνω. Ο άνθρωπος δεν θέλει ποτέ να είναι άνθρωπος.
Με τρώει το μουνί μου τώρα και ξύνοντάς το αν επιμείνω λίγο παραπάνω μπορεί και να γκαβλώσω κι αν δεν βρω να καλογαμηθώ μέχρι και πόλεμο μπορώ να στήσω. Έτσι είναι τα πράγματα εδώ. Όπως τ’ αφήκες σκυλί δαιμονισμένο.
Το πείρες πολύ βαριά το πράγμα εδώ κάτω λαχτάρα μου. Ο άντρας σου δεν είχε κανένα χρέος να σου ξεπληρώσει. Χρωστούσε μεγαλύτερο στους άντρες του. Ήταν από πάστα βασιλιά καρδιά μου. Γι αυτόν επρόδωσες. Πως το ξέχασες; Γκαστρώθηκες του γέννησες και ήσουν και άλλα ικανή να κάμεις. Σε ξέρω καλά. Κάποτε με γέμιζες με τρόμο. Ήσουν από μέσα μελανή. Δεν χάριζες εύκολα την νίκη στον εχθρό σου. Ορφάνεψες από την πατρική σου γη μίσησες τα παιδιά σου και όλα αυτά για έναν πεζοναύτη; Ήθελα να φωνάξω σε ουρανό και γη ότι θα κακοπάθεις. Ήμουν τίμια δούλα. Κυρά μου άγγιζα και στην πιο βαθιά σου σκέψη-
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΑΥΤΟ ΝΑ ΓΚΡΕΜΙΣΤΕΙ– το ’πες και τα σπλάχνα μου διπλώθηκαν. Τρέμουν τα φυλλοκάρδια μου ακόμα και τούτη την στιγμή. Κανένα από τα βάσανα που ’ναι για τους ανθρώπους δεν ανεχόσουν να σε πονά.
Κανένα ;
Αχ κορίτσι μου.
ΚΙ ΑΥΤΗ Η ΜΕΡΑ ΘΑ ΦΥΓΕΙ ΓΡΗΓΟΡΑ ΟΠΩΣ ΚΙ ΟΙ ΑΛΛΕΣ ψιθύρισες κι έγινες η ισχυρότερη γυναίκα της πόλης. Παλικάρι. Δαίμονας με τα σωστά του. Παντοδύναμη. Τέτοιο είναι το κρίμα σου. Έχεις καμιά αντίρρηση; Πάντα υπάρχει ενθουσιασμός στα φυλλοκάρδια του ανθρώπου για τον πόλεμο και την σφαγή.
Τι έκαμες στα παιδιά σου κυρά μου; Πώς βάσταξες; Άγρια χαρά σε κυρίεψε πίκρα και γλύκα δεν υπήρχαν θέρισες την ζωή τους κι έσμιξες με την Σκύλα κάτω απ’ το φως του φεγγαριού.
Ένα πουλί
πέρασε πάνω από το σπίτι σου την νύχτα εκείνη κι έμεινε μ’ ολάνοιχτο το στόμα θωρώντας σε να περπατάς σαν πυρωμένος άντρας σε μαρμαρένια σκάλα καινούργιο θεριό γιατί πουλί ήσουνα κι εσύ της ερημιάς γεράκι κι είχες του ήλιου πρόσωπο και της φωτιάς τα μάτια μα η καρδιά σου βάρυνε πολύ κι έσκυψες πάνω στα παιδιά σου τα πείρες ένα ένα αγκαλιά στο στόμα τους εφίλησες και τους σιγοτραγούδησες –
ΕΛΑ ΥΠΝΕ ΠΑΡΤΟ ΜΟΥ ΚΑΙ ΣΤΑ ΠΕΡΒΟΛΙΑ ΑΜΕ ΤΟ ΓΕΜΙΣΕ ΤΑ ΣΤΗΘΑΚΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ ΚΑΙ ΡΟΔΑ ΚΙ ΑΣ ΚΑΜΕΙ ΧΡΟΝΟΥΣ ΝΑ ΜΕ ΔΕΙ ΧΡΟΝΟΥΣ ΝΑ Μ’ ΑΝΤΑΜΩΣΕΙ ΞΕΝΟ ΚΙ ΕΓΩ ΞΕΝΟ ΚΙ ΕΣΥ ΞΕΝΟ ΚΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΕΓΩ ΘΕΡΙΖΩ ΔΑΚΡΥΑ ΚΑΙ ΘΕΜΩΝΙΑΖΩ ΠΙΚΡΕΣ
έσυρες το μαχαίρι απ’ το χρυσό θηκάρι το πέταξες ψηλά ψηλά και το ’μπηξες στην καρδιά τους μαζί με τον καημό σου –
ΦΑΕ ΚΙ ΕΣΥ ΚΑΛΟ ΠΟΥΛΙ ΑΝΤΡΕΙΩΜΕΝΟΥ ΠΛΑΤΕΣ ΝΑ ’ΧΕΙΣ ΤΑ ΝΥΧΙΑ ΠΙΘΑΜΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΡΑ ΤΙΣ ΦΤΕΡΟΥΓΕΣ
γυναίκα αμούστακη γέλασες γέλιο σκέρτσο και μύριζες στα δακτυλά σου αίμα βασιλικό και μαντζουράνα. Νύχτα ’πως ήταν άστραψες κυρά μου. Ολάκερη πολιτεία θάμπωσες ανέβηκες ακόμα δυο σκαλιά και άφησες πίσω σου παραγγελιά-
ΤΟ ΑΙΜΑ ΜΟΥ ΤΟ ΧΑΛΑΛΙΖΩ ΕΓΩ. ΕΔΩ. ΝΑ ΤΟ ΚΛΑΙΝ’ ΟΙ ΔΙΑΒΑΤΕΣ ΚΑΙ ΝΑ ΜΕ ΧΑΙΡΕΤΟΥΝ ΜΗΔΕΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ.
επάνω από την κλίνη σου τρία δέντρα θα βάλλω το ’να να λένε λεμονιά και τ’ άλλο κυπαρίσσι και στο προσκεφαλάδι σου δροσομηλιά με τ’ άνθη. Έ λεμονιά μην μαραθείς και κυπαρίσσι στέκε κι εσύ μηλιά δροσομηλιά κράτησε τον ανθό σου.
Γυναίκα που λόγος δεν σε πιάνει κυράτου πένθους δεν υπάρχει σπίτι αρχόντισσα τίποτα δεν υπάρχει σαν ο άντρας του σπιτιού άλλη γυναίκα λαχταρήσει.
Και πάντα έτσι γίνεται καρδιά μου.
Πως πέρασαν έτσι τα χρόνια; Απ’ την ανατολή στην Δύση μια μέρα δρόμος πια. Μια μέρα ακόμα. Φτου κι απ’ την αρχή.
Μπα. Θαρρώ σε βλέπω να ’ρχεσαι από μακριά ζευγάρι μ’ έναν άντρα. Πουλάκια μου. Βγήκατε στο σεργιάνι έξω από το χρυσό το σπίτι σας στον δρόμο που θα σας βγάλει ίσια στον αφανισμό κάματε έναν γύρο στέκεστε κοιτάζεστε μουγκρίζετε η καρδιά αρχίζει να αγριεύει κανένας δεν σας έχει βλάψει ακόμα και το μόνο που εύχεστε είναι μην το φέρει η ώρα και γκρεμιστεί η γης κάτω από τα πόδια σας. Σφίξτε και τα τριανταδυό τα δόντια μπας και ξεγελάσετε την νηστικομάρα σας μαθές και μπείτε στο νόημα που περιπλέκεται μαζί σας μαζί με δέντρα και ζώα κάτω από τ’ άστρα βαθιά μέσα στα σπλάχνα σας κατάσαρκα βρήκατε ένα μικρό καθρεφτάκι μαζί με την ψυχή σας νύχτα μέρα απ’ την αυγή στο σούρουπο συλλογισμένη ήσυχοι και αθόρυβοι με τον καιρό ξεχάσατε πως ξεκινήσατε να σφίγγετε τα τσαούλια από την έχθρα σας και όχι πως από πείνα σφίγγατε να δαγκώσετε με μάτια γουρλωμένα καμιά φορά σηκώνεται κι η τρίχα. Ένα βήμα ακόμα στης μεγάλης Ελλάδας τον τόπο και θα γίνετε αμέσως μπαμπόγεροι ένα club ηλικιωμένων που στρίβουν τις αρρώστιες τους μαζί με το κλειδί στην πόρτα και μοναχά για την πείνα τους λογιάζονται οι μασκαράδες μια πείνα που με τον καιρό γίνεται όλο και πιο μεγάλη γριά αγριεμένη με ζάρες που απλώνονται σ’ όλο το κορμί βαθιές χαρακιές και το γραΐδιο απ’ την στριμενιά του σε κάθε δειλινό ξεπετσιάζεται για να υφάνει απ’ αυτές ένα πανάκριβο πέπλο και να το τυλίξει σιγά σιγά γύρω από τα γερόντια μέχρι που να εξαφανιστούν στο τέλος όλοι οι πολίτες και να πάρουν την θέση τους καινούργιοι πιο φρέσκοι παιχνίδι να γίνεται δηλαδή. Ε μωρή μπαμπόγρια. Σ’ ακ’ώ να σιγομουρμουρίζεις. Ζωή χαρισάμενη η ζωή τους. Ρε δεν πάει στον αγύριστο; Ορίστε μούτρα. Πως να δώσεις χαρά σε τέτοια πλάσματα sugar; Εσύ γλίτωσες ξέφυγες από τούτο το μαρτύριο. Τα ξέκαμες όλα. Ξεθεμέλιωσες.
Κι αν εγώ τώρα δα σε βλέπω να ζυγώνεις ζευγάρι μ’ έναν θεριακλή τον θεριακλή δεν βλέπω. Εσένα βλέπω Αρχόντισσα που βγήκες στο σεργιάνι και είσαι ακόμα πυρωμένη ακόμα είσαι Μήδεια που ψάχνει να πεθάνει κι άντρας κανείς δεν βρέθηκε θάνατο να σου δώσει. Κι εκείνος που τώρα στο πλάι σου τον άντρα σου καμώνεται αχ και να ’ξερε ο έρμος πως είναι εσύ η ίδια.
Θα χώσω τα χέρια μου ανάμεσα στ’ αποδαύτα μου και θα βουτήξω στο μπετό από μια ψηλή ταράτσα να κάμω τις ρεμούλες μου με την στυγνή έπαρση ενός έφηβου που διπλώνεται επάνω στον βατήρα και πριν τιναχτεί να πέσει το μόνο που έχει κατά νου είναι να προστατέψει τους γονάδες του. Μην τύχει και χάσει ο διάολος την σπορά.